-
1 στρεβλός
A twisted, crooked,πόσθιον.., σ. ὥσπερ κύτταρον Ar. Th. 516
;στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον Men.711
; λοξοβάται, στρεβλοί, of crabs, Batr.295; ; ; squinteyed, like στραβός, Hp.Aër.14, Eup.182, Phryn.PS p.108 B., Hsch. s.v. ἰλλός; of the brows, knit, wrinkled, AP7.440 (Leon.).II metaph., crooked, cunning, στρεβλοῖσι παλαίσμασι by cunning dodges in wrestling, Ar.Ra. 878 (mock heroic); perverse, froward, LXX Ps. 17(18).27, Si.36.(22) 25, Aesop.66.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρεβλός
См. также в других словарях:
στρεβλός — Μικρό νησί κοντά στην Τένεδο, τρία μίλια από το ακρωτήριο Πονέντες. Το νησί Σ. ανήκει στην Τουρκία. * * * ή, ό / στρεβλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. συνεστραμμένος, στραβός («στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον», Μέν.) 2. μτφ. (για πρόσ.) διεστραμμένος ως προς τον… … Dictionary of Greek